- ᾖρες
- αἴρωattachimperf ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανήρης — ῆρες, Α (κατά τον Ησύχ.) «πανήρεα πᾱσιν ἀρέσκοντα», ευχάριστος, αρεστός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ήρης (< ἀραρίσκω «ταιριάζω»), πρβλ. θυμ ήρης / θυμαρής] … Dictionary of Greek
πεδιήρης — ῆρες, Α (για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + ήρης (I)*] … Dictionary of Greek
πενθήρης — ῆρες, Α ο πλήρης πένθους, θρηνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. ήρης* (Ι) (πρβλ. μον ήρης)] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκήρης — ῆρες, Α (για πλοίο) αυτός που έχει δεκαπέντε εδώλια κωπηλατών ή δεκαπέντε σειρές κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ήρης (II)*] … Dictionary of Greek
πισσήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. πισσήεις* 2. πισσοκώνητος* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης (ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ήρης* (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ ήρης)] … Dictionary of Greek
πλειστήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός 2. (κατ επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρός («ἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. ήρης (πρβλ. κοπ ήρης)] … Dictionary of Greek
πυργήρης — ῆρες, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + ήρης (Ι)* (πρβλ. ξιφ ήρης)] … Dictionary of Greek
σαρκήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σάρκες, σαρκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ήρης (Ι)*] … Dictionary of Greek
στεγήρης — ῆρες, Α στεγασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + κατάλ. ήρης (Ι)* (πρβλ. ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek
στιχήρης — ῆρες, Α 1. τοποθετημένος κατά στίχους ή σειρές, αραδιαστός («πρὸς χορὸν στιχήρη... ἀλλήλων εἴχοντο», Ηλιόδ.) 2. στιχουργημένος («τὰ παρ αὐτοῑς στιχήρη δι ἐπῶν λέγεται», Ευσ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στιχήρη εκκλ. τα στιχηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek